- χαβαλές
- ο(λ. τουρκ.)1. το επίστρωμα, το επικάλυμμα.2. το φορτίο του πλοίου που είναι τοποθετημένο πάνω στο κατάστρωμα.3. ο φορτικός προϊστάμενος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.