χαβαλές

χαβαλές
ο
(λ. τουρκ.)
1. το επίστρωμα, το επικάλυμμα.
2. το φορτίο του πλοίου που είναι τοποθετημένο πάνω στο κατάστρωμα.
3. ο φορτικός προϊστάμενος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαβαλές — και χαβαλάς, ο, Ν 1. επίσαγμα, επίστρωμα σε υποζύγιο 2. ναυτ. το φορτίο που είναι τοποθετημένο στο επάνω κατάστρωμα 3. μτφ. (για πρόσ.) α) ενοχλητικό βάρος β) αυτός που αρέσκεται στο να δέχεται και, κυρίως, να κάνει αστεία γ) επιπόλαιος,… …   Dictionary of Greek

  • χαβαλάς — ο, Ν βλ. χαβαλές …   Dictionary of Greek

  • χαβαλετζής — ο, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που συνηθίζει να κάνει χαβαλέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαβαλές + κατάλ. τζής* (πρβλ. ταξι τζής)] …   Dictionary of Greek

  • havalea — HAVALEÁ, havalele, s.f. Îndatorire constând din prestarea de zile de clacă, podvezi etc., pe care o aveau ţăranii pe vremea clăcii. ♦ Prestaţie în bani sau în natură făcută în contul haraciului. – Din tc. havale. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”